Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου

Posted in Μονές Χανιά

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρίσκεται στὴ χερσόνησο τοῦ Ἀκρωτηρίου, ἀνατολικὰ τῶν Χανίων, πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἀεροδρομίου. Αὐτὴ ἡ χερσόνησος ὀνομάζεται σήμερα Ἀκρωτήρι, ἐνῶ παλαιότερα ἔφερε τὸ ὄνομα Μελέχα ἢ Κύαμον. Τὸ Ἀκρωτήρι ἔπαιξε ἕνα σημαντικὸ ρόλο στὴν ἱστορία τῆς Κρήτης καὶ ἰδιαίτερα στὴ μοναστικὴ παράδοση.

Ἡ ὁροσειρὰ ποὺ τὸ περιβάλει ἀπὸ τὰ βορειοανατολικὰ μὲ ὑψηλότερο σημεῖο (528μ.) τὸ ὄρος Σκλόκα, ἔδωσε καταφύγιο σὲ πολλοὺς ἀσκητὲς διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὁ σπουδαιότερος τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης, ὁ ὁποῖος ἔζησε σὲ μία σπηλιὰ , στὴ βορειότερη πλαγιὰ τοῦ Ἀκρωτηρίου. Ἀπὸ τὶς πολυάριθμες, μικρὲς ἢ μεγάλες μοναστικὲς ἐγκαταστάσεις, σήμερα λειτουργοῦν τρία Μοναστήρια : τὸ Γουβερνέτο στὴν ὀρεινὴ περιοχή, ἡ Ἁγία Τριάδα στοὺς νότιους πρόποδές της καὶ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὸν ἀρχικὸ αὐχένα τῆς χερσονήσου.

Ἀφήνοντας κανεὶς τὰ Χανιὰ πρὸς τ΄ ἀνατολικὰ μὲ κατεύθυνση τὸ Ἀκρωτήρι καὶ τὸ ἀεροδρόμιο, ὁ δρόμος ἀνηφορίζει σιγὰ πάνω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴ θάλασσα, ἀποκαλύπτοντας ἕνα μαγευτικὸ πανόραμα τῶν Χανίων, μιᾶς ἀπὸ τὶς ὀμορφότερες πόλεις τῆς Ἑλλάδας.

Ἀνάμεσα ἀπὸ πυκνοφυτευμένα πράσινα πεῦκα ὁ δρόμος ὁδηγεῖ πρὸς τὰ δεξιὰ στὸ μικρὸ οἰκισμὸ τοῦ Ἁγίου Ματθαίου ὅπου καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Κρήτης, ἐνῶ πιὸ ψηλά, πρὸς τὰ ἀριστερά, στὸν Προφήτη Ἠλία, ὅπου βρίσκονται οἱ τάφοι τῶν δύο Βενιζέλων : τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδας γιὰ ὀκτὼ περιόδους, ἀπὸ τὸ 1910 ἕως καὶ τὸ 1933, καὶ τοῦ γιοῦ του Σοφοκλῆ Βενιζέλου, πρωθυπουργοῦ γιὰ 3 περιόδους, ἀπὸ τὸ 1944 ἕως καὶ τὸ 1951. Συνεχίζοντας κάτ΄ εὐθείαν ἐμπρός, σὲ ἀπόσταση 1 χλμ. περίπου, ὑπάρχει πινακίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Μονὴ Καλογραιῶν» δείχνοντας ἀριστερά, ὅπου καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ χωριοῦ Κορακιές. Ἀκολουθώντας τὸ δρόμο ὅλο ἀριστερά, ὁ ἐπισκέπτης φθάνει στὴν πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ὑπάρχει δημόσια συγκοινωνία πρὸς τὸ Μοναστήρι. Ἀστικὰ λεωφορεῖα μὲ τελικὸ προορισμὸ «Κορακιές» φεύγουν ἀπὸ τὴν ἀφετηρία, ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἀγορὰ τῶν Χανίων καὶ σταματοῦν ἐμπρὸς στὸ Μοναστήρι, μετὰ ἀπὸ 40΄ τῆς ὥρας. Ἡ διαδρομὴ γίνεται πιὸ σύντομη μὲ τὴ χρήση ταξί. Ἡ ἀπόσταση Χανιὰ – Κορακιὲς εἶναι 7 χλμ.

Ὁ ἐπισκέπτης βλέπει κάτ΄ ἀρχὴν τὸ ψηλὸ τεῖχος ποὺ περιβάλλει ὅλη τὴ Μονή. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ δὲν ἀργεῖ νὰ διαπιστώσει τὸ συνταίριασμα τῆς φύσης καὶ τῆς ἀνθρώπινης αὐταπάρνησης. Τὰ σκιερὰ δέντρα καὶ μία ἀφθονία ἀπὸ λουλούδια τὸν καλωσορίζουν. Ἡ ἠρεμία καὶ ἡ σιωπὴ τὸν τυλίγουν, καταπραΰνοντας τον ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς καθημερινότητας.

Ὁ Ναὸς καὶ τὰ χαμηλὰ κτίσματα μὲ τὰ κελιὰ φανερώνουν τὴν ἁπλότητα. Οἱ μοναχές, ἀποτραβηγμένες ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια ζοῦν μὲ τὸ δικό τους ἀθόρυβο τρόπο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, διακονώντας τὸν Κύριο στὸν ὁποῖο ἔχουν ἀφιερώσει τὴν ὕπαρξή τους.


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

ΧΡΟΝΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ

Ὁ χρόνος ποὺ ἱδρύθηκε τὸ Μοναστήρι, δὲν μπορεῖ νὰ προσδιορισθεῖ μὲ ἀκρίβεια γιατί τόσο τὰ κτίρια, ὅσο καὶ τὰ Ἀρχεῖα του, ἐπανειλημμένα καταστράφηκαν μέσα ἀπὸ τὶς περιπέτειες τῶν κατακτητικῶν πολέμων στὸ νησί, ἀπὸ Ἐνετοὺς καὶ Τούρκους. Οἱ πληροφορίες ποὺ παίρνουμε ὅμως ἀπὸ συγγραφεῖς καὶ ἱστορικοὺς σὲ βιβλία καὶ ἄρθρα τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν παράδοση, ὅπως μεταφέρθηκε στὶς μέρες μας ἀπὸ τὶς Καλόγριες, μᾶς βοηθοῦν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ Μοναστήρι ἱδρύθηκε κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους, δηλαδὴ πρὶν τὸ 1453, χρονολογία τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινούπολης ποὺ χαρακτηρίζει καὶ τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.

Στὸ παρελθόν, κάποιοι συγγραφεῖς ὑποστήρίξαν ὅτι ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἱδρύθηκε γιὰ πρώτη φορᾶ στὴν τοποθεσία τῆς Ἁγίας Κυριακῆς Χαλέπας, βορειοανατολικὰ τῆς πόλης τῶν Χανίων, κοντὰ στὴ θάλασσα, ὅπου ὑπάρχουν τὰ ἐρείπια παλαιοῦ μοναστηριοῦ.

Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη ἐκείνων τῶν συγγραφέων, ἐξ αἰτίας τῶν συνεχῶν ἐπιθέσεων στὶς ἀκτὲς τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Τούρκους πειρατὲς οἱ ὁποῖοι προκάλεσαν πολλὲς καταστροφὲς καὶ διώξεις στó Μοναστήρι, ἦταν ἑπόμενο καὶ οἱ μοναχές νὰ ἐγκαταλείψουν αὐτὴ τὴν τοποθεσία καὶ νὰ μετακινηθοῦν μακρύτερα, ἐπάνω στὸ λόφο τοῦ Ἁγίου Ματθαίου. Ἡ ἄποψη κατὰ τὴν ὁποία τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου λειτουργοῦσε κάποια ἐποχὴ στὸν Ἅγιο Ματθαῖο (ὅπου πράγματι ὑπῆρξε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι ποὺ ἀποδίδεται σὲ ἐπίσημα ἔγγραφα μὲ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ματθαίου), ὑποστηρίχθηκε ἐπὶ ἕνα περίπου αἰώνα μὲ βάση τó ἄρθρο τοῦ Σπύρου Λάμπρου, καθηγητῆ τῆς Ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν μὲ τίτλο : «Ἡ ἐν Χαλέπᾳ Γυναικεία Μονὴ τῶν Καλογραιῶν» καὶ ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 1898 στὸ «Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον» τοῦ Κ. Σκώκου. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀναφέρεται ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Μονή, ἱδρύθηκε ἀπὸ Βυζαντινοὺς Αὐτοκράτορες σὲ ἄγνωστο χρόνο, παραθέτει δὲ ἕνα πλῆρες χειρόγραφο ποὺ ὁ Καθηγητὴς Λάμπρου εἶχε ἀνακαλύψει λίγα χρόνια πρὶν στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης. Τὸ χειρόγραφο δὲν εἶναι τὸ πρωτότυπο, ἀλλὰ ἀντίγραφό του σὲ Κώδικα, προέρχεται ἀπὸ τὴν «ἐν Χαλέπᾳ Μονὴ τῶν Καλογραιῶν» καὶ ἀπευθύνεται στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἂν καὶ δὲν φέρει ἡμερομηνία, οὔτε ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχου, οὔτε καὶ ἔχει προσωπικὴ ὑπογραφή, ὁ καθηγητὴς Λάμπρου συμπεραίνει ὅτι εἶχε γραφεῖ τὸν 16ο αἰώνα. Καὶ σ΄ αὐτὸ ἀκριβῶς στηρίζει τὴν ἄποψή του ὅτι ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Προδρόμου λειτούργησε γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα στὸν Ἅγιο Ματθαῖο ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴ Χαλέπα.

Νεώτερη ἱστορικὴ ἔρευνα ποὺ διεξήχθη τὸ 1982 ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Πανεπιστημίου Κρήτης Θεοχάρη Δετοράκη, ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια ἀρκετὰ ἐπιχειρήματα ποὺ θέτουν σὲ ἀμφιβολία τὴν ἄποψη τοῦ καθηγητῆ Λάμπρου. Σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία αὐτὴ ἔρευνα, ὑπῆρξε «Μοναστήρι Χαλέπας» στὸ Μυλοπόταμο Ν. Ρεθύμνου ποὺ μέχρι τὸ 1646 ἦταν γυναικεῖο. Ἐπίσης, οἱ τότε κατακτητὲς τοῦ νησιοῦ, οἱ Ἐνετοί, εἶχαν καταργήσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία τῆς Κρήτης, γι' αὐτὸ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ φύγει ἔγγραφο μὲ τέτοιο περιεχόμενο πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Τὸ προαναφερόμενο χειρόγραφό της Βιβλιοθήκης τῆς Ὀξφόρδης, δὲν μπορεῖ νὰ γράφτηκε ἀπὸ τὶς Μοναχὲς τῆς Μονῆς Κορακιῶν, ἀφοῦ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ Χαλέπα, ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ Μονὴ Κορακιῶν, οὐδέποτε ὀνομαζόταν «Μονὴ Χαλέπας».

Τελικά, μετὰ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀπόψεις, ἕνα σίγουρο γεγονὸς ὑπάρχει, ὅτι : κατὰ τὴν κατοχὴ τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Ἐνετούς, δήλ. πρὶν ἀπὸ τὸ 1645, ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ὑπῆρχε στὴν τωρινή της θέση στὶς Κορακιές, ὅπως ταυτόχρονα καὶ ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ματθαίου ὑπῆρχε λίγα χιλιόμετρα πιὸ μακριά.

Σὲ ἔγγραφο του 1615 ποὺ ὑπάρχει στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Ἀρχείου τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἰνστιτούτου Βενετίας καὶ ἀφορᾶ στὴν Μονή Ἄγ. Γεωργίου Κερατιδιώτη στὸ Ἀκρωτήρι (πού βρίσκεται ἀνάμεσα στά Χωραφάκια καί στήν Μονή Ἁγίας Τριάδος) φαίνεται γιὰ πρώτη φορά τὸ Μοναστήρι Βήτα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἄγ. Γεωργίου Κερατιδιώτη καὶ τοῦ Γουβερνέτου.

Στοὺς ντόπιους ἀνθρώπους τότε, πρὶν ἀπὸ τὸ 1645, ἦταν γνωστὴ ἡ Μονὴ σὰν «Μοναστήρι τοῦ Βήτα» (ἢ "τοῦ Ἄγ. Ἰωάννου τοῦ Βήτα")[1]. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ὀνομασία ἐμφανίζεται σὲ διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα ποὺ βρίσκονται στὰ ἀρχεῖα τῶν Μοναστηριῶν Γωνιᾶς Κισσάμου καὶ Σαρακήνας Κυδωνίας. Ἀκόμα ὑπάρχει στὸ προαύλιο τοῦ Μοναστηριοῦ μία στέρνα ποὺ ὀνομάζεται «στέρνα τοῦ Βήτα». Ἡ ὀνομασία «τοῦ Βήτα» ἐξέλειπε πρὸς τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα.

Ὅταν οἱ Τοῦρκοι νίκησαν τοὺς Ἐνετοὺς καὶ κατέλαβαν τὰ Χανιὰ τὸ 1645, τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ματθαίου μὲ τὴ στρατηγικὴ του θέση, δεσπόζοντας ὅλης της περιοχῆς τῶν Χανίων, ἀμέσως τράβηξε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν κατακτητῶν καὶ πέρασε δύσκολες καταστάσεις. Ἂν καὶ δὲν ὑπάρχουν λεπτομερεῖς πληροφορίες, ἀπὸ ἐπιστολὴ τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς, Θεονύμφης, μαθαίνουμε ὅτι τὸ Μοναστήρι της «ξεριζώθηκε» τὸ 1645 καὶ ἔτσι παίρνουμε μία ἰδέα ὡς πρὸς τὴν ἔκταση τῆς καταστροφῆς. Τὰ κτίρια πιθανὸν νὰ διασώθηκαν γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους Τούρκους, ἀλλὰ οἱ Μοναχὲς ποὺ ἐπέζησαν, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράδοση, κατέφυγαν στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὶς Κορακιές, μία ἀσφαλέστερη τοποθεσία.

(Σήμερα δὲν ὑπάρχει κάτι ἀπὸ τὸ παλιὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ματθαίου. Στὸ οἰκόπεδο ἔχουν ἀνεγερθεῖ τὰ σύγχρονα κτίρια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Κρήτης).

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Ἡ κυριότερη πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου στὶς Κορακιές, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, εἶναι τὰ βιβλία καὶ τὰ ἄρθρα ποὺ ἔγραψαν ξένοι περιηγητὲς τοῦ 18ου αἰώνα. Κάποιες λεπτομέρειες ἐπίσης διαφυλάσσονται στὰ ἀρχεῖα τῶν Ἱερῶν Μονῶν Γωνιάς Κισσάμου καὶ Σαρακήνας Κυδωνίας. Στὸν Κώδικα τῆς Ι. Μονῆς Σαρακήνας (ἀρχεῖα Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὅρους) ἀναφέρεται τὸ μοναδικὸ ὄνομα ἡγουμένης τοῦ Μοναστηριοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 : Μοναχὴ Χριστοδούλη, ἡγουμένη, 1739. Ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα ὀνόματα μοναχῶν. Ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν ξένων συγγραφέων ποὺ ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἄγ. Ἰωάννου Προδρόμου στὶς Κορακιὲς ἦτο ὁ Ἄγγλος Ρίτσαρντ Ποκόκε, στὸ βιβλίο του «Περιγραφὴ τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἄλλων χωρῶν» (Λονδίνο 1745, Τόμ. ΙΙ, σέλ. 262). 35 χρόνια ἀργότερα, τὸ 1779, ὁ Γάλλος Ν. Σαβαρί, στὶς «Κρητικὲς Ἐπιστολές» του, ποὺ μεταφράστηκαν καὶ ἐκδόθηκαν στὴν Ἑλλάδα τὸ 1845, ἔδωσε μία πολὺ λεπτομερῆ περιγραφὴ τῆς ἐπίσκεψής του στὴν Ἱερὰ Μονή. Ἀφοῦ περιγράφει τὰ ἀνδρικὰ Μοναστήρια τῆς Ἄγ. Τριάδας, τοῦ Γουβερνέτου καὶ τὸ Καθολικό, συνεχίζει : «Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ Ἀκρωτήρι Μελέχα στὰ Χανιά, ἤλθαμε σ' αὐτὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἀκρωτηρίου ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ μοναχὲς καὶ βρίσκεται σὲ μία τρομερὴ ἐρημιά. Γύρω βλέπει κανεὶς μόνο ἄγονους βράχους, τριγυρισμένους ἀπὸ θάμνους, εὐωδιαστὸ θυμάρι, ρίγανη καὶ λίγες κουμαριές. Οἱ μοναχὲς δὲν ζοῦν μὲ τὸ σύστημα τοῦ κοινόβιου, ἀλλὰ κάθε μία ἐπιλέγει μίαν ἄλλη γιὰ συγκατοίκηση καὶ συντροφιὰ καὶ δυὸ – δυὸ κατοικοῦν σὲ κελιὰ ποὺ εἶναι κτισμένα γύρω ἀπὸ μία μικρὴ ἐκκλησία, ὅπου κάθε μέρα ἕνας Ἕλληνας ἱερέας ἔρχεται γιὰ νὰ λειτουργήσει. Κάθε δυὸ συγκάτοικοι καλόγριες μοιράζονται ἕνα μεγάλο κοινὸ κῆπο μὲ πορτοκαλιές, ἀμυγδαλιές καὶ ἐλιές. Ἔχουν ἐπίσης καὶ μέλισσες. Ἡ κατοικία τους ἔχει ὅλα τὰ ἀπαραίτητα πράγματα γιὰ τὴ ζωὴ τους : π.χ. στέρνα, πατητήρι, φοῦρνο καὶ ἕνα – δυὸ ἀργαλειούς. Συνήθως ἐκτρέφουν μεταξοσκώληκες.

«Κάποιες ἀπὸ τὶς μοναχὲς ὑφαίνουν, ἄλλες κλώθουν, ἄλλες πλέκουν. Γιὰ νὰ προμηθευθοῦν ὅ,τι τοὺς χρειάζεται κατεβαίνουν στὴν πόλη γιὰ νὰ πουλήσουν τὰ προϊόντα τῶν κόπων τους. Μέσα στὰ κελιά τους δὲν βλέπει κανεὶς κάτι πολυτελὲς ἢ μεγαλοπρεπές, ἀλλὰ ἁπλὰ ἔπιπλα, σερβίτσια καθημερινῆς χρήσης καὶ ὅ,τι θεωρεῖται ἀπαραίτητο γιὰ τὴ ζωή τους. Ἐπικρατεῖ καθαριότητα ποὺ προσδίδει σ' αὐτὲς ὅλες τὶς χάρες. Ἂν καὶ δὲν εἶναι πλούσιες, οἱ μοναχές, λόγω τῆς ἐπίπονης ζωῆς τους, ἔχουν καλὴ ὑγεία. Ἕνα χαρούμενο χαμόγελο φωτίζει τὰ πρόσωπά τους καὶ ἡ ἐμφάνισή τους οὐδέποτε εἶναι δυσάρεστη. Γενικά, μιὰ νέα ἀδελφὴ ζεῖ μὲ μία ἡλικιωμένη γιὰ νὰ τὴ βοηθᾶ καὶ νὰ τὴν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν καθημερινῶν ὑποχρεώσεων. Εἶδα ἐκεῖ τρία πλάσματα (μοναχές) ποὺ θὰ μποροῦσε ὁ πιὸ ταλαντοῦχος ζωγράφος εὒκολα νὰ ζωγραφίσει : ἡ μία 109 ἐτῶν, ἡ ἄλλη 36 ἐτῶν καὶ μία δόκιμη 17 ἐτῶν…»

Ὁ πρῶτος Ἕλληνας συγγραφέας ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς ἦταν –ὅπως προαναφέρθηκε- ὁ καθηγητὴς Λάμπρου. Στὸ σχετικὸ ἄρθρο του γράφει μεταξὺ ἄλλων : «Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἑνετικῆς καὶ Τουρκικῆς κυριαρχίας, ἡ Μονὴ λειτούργησε σὰν ἄσυλο γιὰ τὶς παρθένες τῶν ὁποίων ἡ τιμὴ ἀπειλεῖτο ἀπὸ τοὺς κατακτητές. Τότε ὁ ἀριθμὸς τῶν καλογραιῶν ἦτο ἀρκετὰ μεγάλος - γύρω στὶς ἑκατὸ -, ἔχοντας κάθε μία κοντὰ της περίπου πέντε ὑποτακτικές».

Ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ χριστιανοὶ γονεῖς συνήθιζαν νὰ ἀπομακρύνουν τὰ κορίτσια τους κλείνοντας τα σὲ μοναστήρια μὲ σκοπὸ νὰ τὰ προστατεύσουν καὶ συγχρόνως νὰ πάρουν χριστιανικὴ παιδεία.

Οἱ μοναχὲς τῶν Κορακιῶν, μὲ τὴν ἁπλότητά τους, ἔπλαθαν τὶς ψυχὲς τῆς αὐριανῆς Ἑλληνίδας μητέρας, ἀφοῦ τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη, γιὰ τὴν πατρίδα, τοὺς μάθαιναν γράμματα, ὑφαντική, μαγερική, κέντημα καὶ κυρίως τὴν παλιὰ κρητικὴ λαϊκὴ τέχνη. Ἀργότερα, οἱ γονεῖς ἔπαιρναν τὰ κορίτσια τους κρυφὰ ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς καὶ τὰ πάντρευαν. Σὲ ὅσα ἄρεσε ὁ μοναχικὸς βίος, ἔμεναν καὶ ἐχειροτονοῦντο Καλόγριες.

Ὅλες οἱ ἱστορικὲς πηγὲς βεβαιώνουν ὅτι τὸ Μοναστήρι λειτούργησε συνεχῶς κατὰ τὸ 18ο αἰώνα καὶ ἀρκετὸ μέρος τοῦ 19ου αἰώνα, μέχρι τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΓΙΑ THN ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δὲν ἔχουν διασωθεῖ ἐπίσημα ἀρχεῖα ποὺ νὰ δίνουν πληροφορίες γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν περίοδο τῶν ἀναταραχῶν τοῦ 1821, ὅταν ὅλη ἡ Ἑλλάδα, ἀκολουθώντας τὸν Ὅρκο ποὺ δόθηκε στὴν Ἁγία Λαύρα στὰ Καλάβρυτα γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης, ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τῶν Τούρκων κατακτητῶν, ὁπότε ἐκεῖνοι δὲν ἔμειναν νὰ περιμένουν, ἀλλὰ ἀνταπέδωσαν μὲ τὸν πιὸ ὠμὸ τρόπο. Ἡ καταστροφὴ τοῦ Μοναστηριοῦ πιθανὸν νὰ ἔγινε περίπου στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1821. Τὴν τραγικὴ ἐκείνη ἡμέρα οἱ Μοναχές, στερημένες ἀπὸ κάθε βοήθεια καὶ προστασία, ἔπεσαν θύματα τῆς βάρβαρης ἐπίθεσης τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων ποὺ τὶς ἀτίμασαν, τὶς ἔσφαξαν καὶ μετά ἔβαλαν φωτιὰ στὸ Μοναστήρι. Μὲ ἐξαίρεση τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἔπαθε σοβαρὲς ζημιές, ὅλα τὰ κτίρια καταστράφηκαν καὶ οἱ λίγες Μοναχὲς ποὺ ἐπέζησαν, ἔφυγαν ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ ἔμεινε ἔρημος γιὰ περίπου 45 χρόνια.

Επίσημα τὸ Μοναστήρι ξανάνοιξε τὸ 1867. Σύμφωνα μὲ τὸ Μοναχολόγιο, οἱ πρῶτες ἐγγραφὲς ἔγιναν αὐτὸ τὸ ἔτος καὶ ἦταν τῶν Μοναχῶν Θεοδοσίας Σταματοπούλα καὶ Εὐφημίας Δασκαλάκη. Τὸ 1868, πῆγαν οἱ Μοναχὲς Καταφυγὴ Σηφοπούλα καὶ Χριστονύμφη Κατοπούλα (Κατάκη). Οἱ Καλόγριες αὐτές, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ τότε Ἐπισκόπου Χανίων, Γαβριὴλ Γρηγοράκη, ἔκτισαν κελιὰ καὶ κατοίκησαν, θεωροῦνται δὲ οἱ πρῶτες ἀνακαινίστριες τοῦ Μοναστηριοῦ μετὰ τὴν καταστροφή του, τὸ 1821. Μὲ ἐράνους τῆς Ἐπισκοπῆς, κατασκευάστηκε γύρω ἀπὸ τὰ κελιὰ ἕνας περίβολος. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἐπισκόπου, ἀπομακρύνθηκαν οἱ «μετοχάρηδες» καὶ μᾶλλον διακόπηκε ἡ σχέση ἐξάρτησης τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ ὑπῆρχε ἀπὸ παλιὰ (Ἐνετοκρατία) μὲ τὴ Μονὴ Γουβερνέτου.

Οἱ Μοναχὲς Καταφυγὴ καὶ Χριστονύμφη ποὺ καὶ οἱ δυὸ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Λάκκους, κοντὰ στὸν Ὁμαλό, στὰ Λευκὰ Ὅρη, εἶχαν ἐνεργὸ δράση στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1866. Ἀκολούθησαν τοὺς ἐπαναστάστες μαχητές, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἦταν καὶ τ΄ ἀδέλφια τους, πάνω στὰ βουνά, καὶ τοὺς βοήθησαν μεταφέροντας πολεμοφόδια καὶ ἄλλες προμήθειες.

Ἡ πρώτη Ἡγουμένη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἀνασυγκρότησης τοῦ Μοναστηριοῦ, ἦταν ἡ Διονυσία Δασκαλάκη ἀπὸ τὸ Κοντομαρί. Πρὶν ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τοῦ Μοναστηριοῦ τὴν ὁποία διατήρησε ἐπὶ σχεδὸν δυὸ δεκαετίες, ἔζησε τέσσερα χρόνια (1870-1874) στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔφερε ἀπó ἐκεῖ τὸ Τυπικὸν (σύνολο κανόνων) τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Μοναστηριοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, τῆς Μοναστικῆς Ἀδελφότητας τοῦ Παναγίου Τάφου. Αὐτὸ τὸ Τυπικὸν ἔθεσε ἡ Ἡγουμένη σὰν βάση, γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ λειτουργία τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἀργά ἀλλά σταθερά ὁ ἀριθμός τῶν Μοναχῶν αὐξήθηκε καί στά μέσα τοῦ 1890, σύμφωνα μέ τόν καθηγητῆ Λάμπρου, τό Μοναστήρι εἶχε πάλι 20 Μοναχές. Τήν ἴδια ἐποχή τό Γουβερνέτο είχε ἐπίσης 20 Μοναχούς, ἐνῶ ἡ Ἁγία Τριάδα (Μονή Τσανγκαρόλων) ἀριθμοῦσε 48 Μοναχούς.

Ἡ νέα ἄνθηση σταμάτησε μέ τό ξέσπασμα τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης του 1896-97. Ὅταν οἱ μοναχές ἔμαθαν ὅτι οἱ Τούρκοι ἔρχονταν στό Ἀκρωτήρι νά κάψουν τό Μοναστήρι, ἔφυγαν μετά ἀπό καθοδήγηση τῆς τότε Ἡγουμένης Χρυσάνθης Λεφάκη καί βρήκαν ἀσφαλές καταφύγιο στά Μοναστήρια τῆς Ἁγίας Τριάδας καί τοῦ Γουβερνέτου.

Πράγματι, οἱ Τούρκοι, ἀφού ἔκαψαν τίς Κορακιές, κατέβηκαν τή νύχτα, μέ βαθῦ σκοτάδι, διέρρηξαν, λεηλάτησαν τά κελιά, ἔχυσαν τό λάδι πού εἶχαν μαζέψει οἱ Καλόγριες, μέ σκοπό νά κάψουν τό Μοναστήρι. Δέν πρόφτασαν ὅμως, γιατί τοῦς σταμάτησαν οἱ σφαίρες τῶν Κρητῶν ἐπαναστατῶν, πού τότε στάθμευαν στόν Προφήτη Ἠλία. Αὐτές οἱ ὀμάδες τῶν ἐπαναστατῶν ἦταν κάτω ἀπό τίς διαταγές τοῦ προέδρου τῆς ἐπαναστατικῆς ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς Ι. Σφακιανάκη, καί τῶν ἐνδόξων ὀπαδῶν του στόν ἀγῶνα : Ἐλευθέριο Βενιζέλο, Ἐμμ. Μουντάκη, τούς ἀδελφούς Μυλωνογιάννη, τόν Ἱεροδιάκονο Ἀγαθάγγελο Ξηρουχάκη, μετέπειτα Μητροπολίτη Χανίων, καί ἄλλους. Οἱ ἐπαναστάτες εἶχαν ἐπιτάξει τό Μοναστήρι καί εἶχαν στρατῶνα ἐκεῖ καί ἀκόμα ἕναν στίς Πλακούρες. Ἐπειδή χρειάζονταν οἰκοδομικά ὑλικά στόν Προφήτη Ἠλία, πῆραν ἀπό τό Μοναστήρι τίς πόρτες καί τά παράθυρα γιά νά κατασκευάσουν καταλύματα γιά τούς ἀγωνιστές. Οἱ ἐπαναστάτες πού ἔπεσαν στή μάχη γύρω ἀπό τίς Κορακιές, τάφηκαν μέσα στό Μοναστήρι.

Στή διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδους τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Τούρκων, οἱ Μοναχές πού βρίσκονταν στά Μοναστήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος καί Γουβερνέτου βοηθοῦσαν τούς ἐπαναστάτες πού πήγαιναν ἐκεῖ, φρόντιζαν τούς ἀσθενείς, ἔπλεναν τά ρούχα τους καί ἔραβαν καινούργια γιά αὐτούς. Ὅταν δέ οἱ ἐπαναστατικές ὁμάδες στόν Προφήρη Ἠλία εἶχαν ἀνάγκη ἀπό πολεμοφόδια καί δέν εὕρισκαν ἅνδρες βοηθούς, οἱ Μοναχές, μαζί μέ ἄλλες γυναίκες, τά μετέφεραν ὡς ἑκεῖ στούς ὥμους.

Οἱ πιό πάνω λεπτομέρειες γιά τήν Ἰστορία τοῦ Μοναστηριού στή διάρκεια τῶν χρόνων τῆς ἐπανάστασης τόν 19ο αἰῶνα, προέρχονται ἀπό τίς σημειώσεις πού τηρήθηκαν ἀπό τή Μοναχή Χριστοφόρα Κρομμυδάκη (ἐκάρη τό 1914).

Τóν Αὒγουστο τοῦ 1897, ἀφού τελείωσε ἡ ἐπανάσταση, οἱ καλόγριες γύρισαν στό Μοναστήρι τους πού τό βρῆκαν πάλι κατεστραμμένο. Βρῆκαν ἀκόμα τούς τάφους τῶν ἐπαναστσατῶν ποῦ, ἀντί γιά πλάκες, εἶχαν σκεπαστεῖ μέ πόρτες τῶν κελιῶν. Ἒτσι, ἂρχισε πάλι ἡ ἀνασυγκρότηση τοῦ Μοναστηριοῦ.

Η ΟΙΚΟΚΥΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ὅπως προαναφέρθηκε, μετά ἀπό τήν καταστροφή τοῦ 1821, ὁ χῶρος τοῦ κατεστραμμένου Μοναστηριοῦ ἔμεινε ἔρημος γιά περίπου 45 χρόνια καί στή διάρκεια αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, ὅπως ἐμφανίζεται σέ ἐπίσημα ἔγγραφα, τό Μοναστήρι ἦταν μετόχι τῆς Μονῆς Γουβερνέτου. Τό τελευταῖο, πῆρε ὅλα τά κτήματα τῆς Μονῆς, ἐκτός ἀπό τόν μεγάλο ἐλαιῶνα στόν Προφήτη Ἠλία. Ὅταν ἡ ἀδελφότητα ξανασυγκεντρώθηκε, τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ 19ου αἰῶνα, ἡ καλλιεργήσιμη γῆ πού ἔμεινε στήν ἰδιοκτησία τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν πολύ μικρή καί ἀνεπαρκής νά συντηρήσει τίς Μοναχές τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμός ὁλοένα καί αὐξανόταν. Ἔτσι παρουσιάστηκε ἡ ἀνάγκη νά βρεθοῦν νέοι οἰκονομικοί πόροι.

Ὅταν τελικά ἡ Κρήτη ἀπελευθερώθηκε ἀπό τούς Τούρκους καί τό 1898 αὐτονομήθηκε, ὁ Πρίγκηπας Γεώργιος, δεύτερος γιός τοῦ Βασιλιά Γεωργίου τοῦ Α΄ τῆς Ἑλλάδας (ἡ Βασιλεία στήν Ἑλλάδα ἰδρύθηκε τό 1832 ἀπό τίς Εὐρωπαϊκές Δυνάμεις μέ ξένους βασιλείς, πρῶτα Βαυαρούς καί ἀργότερα Δανούς), ἀνακηρύχθηκε Ὕπατος Ἀρμοστῆς τοῦ νησιοῦ καί ἔγινε δραστήριος ὑποστηρικτής τῆς Ἱερᾶς Μονῆς πού τήν ἐπισκεπτόταν συχνά. Ἐκείνος εἶδε τή φτώχια τῶν Μοναχῶν καί ἀποφάσισε νά τίς βοηθήσει. Μέ τήν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτη Χανίων, Νικηφόρου, προνόησε ὥστε ἡ Μοναχή Μηνοδώρα Ἀθανασάκη νά σπουδάσει στήν Ἀθήνα ὑπό τήν προστασία τῆς Λαίδης Ἔγερτον, συζύγου τοῦ Βρετανοῦ πρέσβη. Ἡ Μοναχή συμπλήρωσε ὅλο τόν κύκλο τῶν σπουδῶν της στή Σχολή Χειροτεχνίας τῆς Ἀθήνας, ὅπου ἐκπαιδεύτηκε σέ διάφορα εἶδη ἐργοχείρων καί τεχνικῶν γνώσεων. Ἐπιστρέφοντας ἡ Μοναχή Μηνοδώρα, ἴδρυσε μέσα στό Μοναστήρι τήν «Οἰκοκυρική Σχολή τῆς Λαίδης Ἔγερτον» πού ἄρχισε νά λειτουργεῖ στίς 20 Ἰουνίου τοῦ 1903.

Ἀπό τό «Κατάστιχο» τῆς Σχολῆς τῶν ἐτῶν 1903-1908 πού ὑπάρχει σήμερα στό Μουσείο τοῦ Μοναστηριοῦ, πληροφορούμεθα ὅτι στή Σχολή ἐκπαιδεύτηκαν, ἐκτός ἀπό τίς Μοναχές, κορίτσια ἀπό τίς Κορακιές καί ἄλλα χωριά τοῦ Ἀκρωτηρίου, τοῦ Ἀποκορώνου, τῆς Κισάμου, ὅπως καί ἀπό τήν πόλη τῶν Χανίων.

Διδάχτηκαν βασικά τήν τέχνη τοῦ κοπανελιοῦ σέ ὅλες τίς μορφές του, ἀλλά καί ἄλλες δαντέλες, ὅπως βελονάκι, βενίζ καί φιλέ μέ κέντημα. Ἐπίσης λευκό κέντημα, κοπτική – ραπτική καί τήν τέχνη τῆς ὑφαντικῆς λινῶν, μεταξωτῶν καί μάλλινων εἰδῶν. Στή Σχολή, ἀνάμεσα στά πολλά ἀξιόλογα χειροτεχνικά ἔργα, παραμένει στήν ἰστορία τῆς δραστηριότητάς της καί ἡ κατασκευή τοῦ νυφικοῦ τῆς πριγκίπισσας Ὄλγας, ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό δαντέλα κοπανελιοῦ. Πλέχτηκε ἀπό τίς Μοναχές καί μαθήτριες καί ὀλοκληρώθηκε σέ ἕξη μήνες. Ἕνα μικρό μοτίφ τοῦ νυφικοῦ, ὑπάρχει στό Μουσείο τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἦταν ὁνομαστό τό κοπανέλι τοῦ Μοναστηριοῦ γιά τίς δεκαετίες πού ἀκολούθησαν. (Εἶναι ἐνδιαφέρον νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ χώρος πού σήμερα στεγάζεται τό Μουσείο, εἶναι ὁ ἴδιος στόν ὁποῖο λειτούργησε ἡ «Σχολή τῆς Λαίδης Ἔγερτον»).

Ἡ Σχολή, ὅχι μόνον πρόσφερε ἐκπαίδευση στίς Μοναχές καί στά κορίτσια, ἀλλά ἐκεῖ κατασκευάζονταν ἀπλά λινά ὑφάσματα, κουρτίνες, τραπεζομάνδηλα, κουβέρτες (πατανίες), χαλιά κ.λ.π., ὕστερα ἀπό παραγγελίες πού ἔπαιρναν ἀπό διάφορα μέρη τῆς Κρήτης καί πέραν τοῦ νησιοῦ. Μέ τίς δραστηριότητες τῆς Σχολῆς ἀνυψώθηκε ἡ κοινωνική ἀποστολή τοῦ Μοναστηριοῦ. Συνολικά, περίπου 600 κορίτσια πήραν μία πλήρη ἐκπαίδευση στά προαναφερθέντα εἶδη χειροτεχνίας καί πολλά ἀπό αὐτά ἀργότερα ἐργάστηκαν ἐπαγγελματικά σέ διάφορους τομεῖς, κυρίως στό κοπανέλι, βοηθώντας ἔτσι τίς οἰκογένειές τους στά δύσκολα χρόνια πού ὑπήρχε ἀρκετή φτώχια στήν Κρήτη καί μετέδωσαν τίς γνώσεις τους στίς ἐπόμενες γενιές. Ἀκόμα καί σήμερα πού αὐτό τό πολύπλοκο καί δύσκολο ἐργόχειρο ἔχει σχεδόν ἐξαφανιστεῖ, ὑπάρχουν ὁμάδες γυναικῶν πού πλέκουν κοπανέλι στό χωριό Γαβαλοχώρι Ἀποκορώνου (ἀνατολικά τῶν Χανίων) ἀλλά καί στήν Ἀθήνα, πού οἱ ρίζες τους βρίσκονται πίσω στή Σχολή τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἡ ἀνάπτυξη καί ἡ ἐπιτυχημένη ἐργασία τῆς Σχολῆς ὀφείλεται σέ μεγάλο βαθμό στίς προσπάθειες τῆς Μοναχῆς Μηνοδώρας ἡ ὁποία ἐπίσης διακόνησε τό Μοναστήρι ὡς ἡγουμένη γιά περίπου 25 χρόνια. Τά γραπτά της, μαζί μέ ἐκείνα τῆς Μοναχῆς Χριστοφόρας, εἶναι ἡ πιο σημαντική πηγή τῆς ἰστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τά πρόσφατα χρόνια.

Μετά ἀπό λειτουργία περίπου τεσσάρων δεκαετιῶν, ἡ Σχολή ἔκλεισε ἐξ αἰτίας τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οἱ μοναχές ἀκολουθώντας τόν πόλεμο ἄρχισαν πάλι νά κερδίζουν κάποια χρήματα γιά τήν ἐπιβίωσή τους πλέκοντας κοπανέλι καί ὑφαίνοντας, ἐνῶ σήμερα ἐλάχιστες ἀπό αὐτές συνεχίζουν τήν παράδοση. Ἡ Μοναχή Ἀμβροσία εἶναι ἡ μόνη πού ἀκόμα ὑφαίνει στόν ἀργαλειό, δημιουργώντας διάφορα κομμάτια σέ θαυμάσια Βυζαντινά σχέδια πού σπάνια βρίσκει κανείς σήμερα.

Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Κατά τή διάρκεια τῆς Μάχης τῆς Κρήτης, τήν ἄνοιξη τοῦ 1941, ἡ χερσόνησος τοῦ Ἀκρωτηρίου χρησίμευσε σάν στρατηγεῖο τῶν Ξένων Δυνάμεων. Ἡ περιοχή τῶν Κορακιῶν ἦταν ἡ Ἀγγλική πολεμική ζῶνη καί ἔτσι ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου βρέθηκε στή μέση τῆς μάχης. Τά γύρω χωριά ἦταν ἔρημα, καθώς οἱ κάτοικοι κατέφυγαν στά βουνά ὅπου ἔμειναν στίς σπηλιές. Ἀπό τίς 44 Μοναχές τοῦ Μοναστηριοῦ, οἱ μισές ἔφυγαν, ἀφού ὁ Ἄγγλος Διοικητής εἶχε ζητήσει νά ἀδειάσει τό Μοναστήρι, ἔνώ οἱ 22 ἔμειναν, ἀποφασισμένες νά παραμείνουν πιστές στόν ὄρκο τους στό Θεό νά ὑπομείνουν ὅλο τόν ὄλεθρο πρός τό θάνατο ἀπό ἀγάπη στό Χριστό.

Οἱ ἀδελφές πέρασαν ἐκείνες τίς ἡμέρες κυρίως στήν ἐκκλησία, προσευχόμενες, ψάλλοντας τόν Παρακλητικό Κανόνα καί τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο πρός τήν Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἀρχή τῆς μάχης ἕνας ἱερομόναχος ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα μπορούσε καί ἐρχόταν νά λειτουργήσει στό Μοναστήρι, ἀλλά κατόπιν ἡ κατάσταση ἔγινε τέτοια ὥστε σέ κανέναν δέν ἐπιτρεπόταν νά πλησιάσει τήν περιοχή τῶν Κορακιῶν. «Ἡ ἐρημιά μας ἦταν πράγματι μεγάλη» ἔγραφε ἡ Μοναχή Χριστοφόρα Κρομμυδάκη στίς σημειώσεις της, «ἀλλά ὁ θάνατος δέν μᾶς φόβιζε. Ὁ Θεός καί ἡ Παναγία ἦταν ἡ παρηγοριά μας. Γιά πρώτη φορά στή ζωή μας βλέπαμε νά πέφτουν βόμβες τόσο κοντά μας. Βλέπαμε τίς φωτιές τῶν ἀντιαεροπορικῶν πυροβόλων καί τά ἀεροπλάνα νά διασταυρώνει τό ἕνα τό ἄλλο μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Μέσα σ΄ αὐτή τήν τρομερή κόλαση τοῦ πολέμου καί στήν πλήρη ἀπομόνωσή μας, μόνον ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε κουράγιο καί ἐλπίδα».

Ἕνας ἐπισκέπτης ὅμως, κατόρθωνε νά φθάνει στό Μοναστήρι ἐκείνες τίς ἡμέρες, παρά τούς τρομερούς βομβαρδισμούς, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀγαθάγγελος, Μητροπολίτης Χανίων. Ἦρθε ἀρκετές φορές μέ σκοπό νά ἐνθαρρύνει τίς Μοναχές, νά τελέσει ὀρισμένες ἀκολουθίες μαζί τους καί ἐπίσης νά ὀργανώσει ἕνα καταφύγιο. Τοῦς εἶπε ὅτι ἑάν ἤθελαν, μποροῦσαν νά φύγουν καί νά γυρίσουν στά χωριά τους. «Ἀλλά προτιμήσαμε νά μήν φύγουμε ἀπό τήν ἁγία μας ἐκκλησία καί τήν ἀγαπημένη μας ἀδελφότητα», ἔγραψε ἡ Μοναχή Χριστοφόρα. Τά γραπτά της δίνουν μία ζωντανή περιγραφή τῆς ἡμέρας πού οἱ Γερμανοί βομβάρδισαν τό λιμάνι τῆς Σούδας, ὅπου πολλά πλοία φορτωμένα μέ καύσιμη ὕλη καί πυρομαχικά ἐκρήγνυντο μέ τρομερούς κρότους, φωτίζοντας τή νύχτα μέ τεράστιες φλόγες. «Οἱ Ἄγγλοι στρατιώτες συνεχῶς ἔρχονταν στό Μοναστήρι νά ζητήσουν νερό ἤ τροφή. Οἱ στολές τους ἤταν σκισμένες, τά χείλη τους μαύρα ἀπ΄ τήν πεῖνα καί τή δίψα. Ἡ μάχη συνεχιζόταν χωρίς μία διακοπή…»

«Τελικά ἦρθε ἡ μέρα ὅπου ἡ πατρίδα μας καταλήφθηκε ἀπό τούς ἐπιδρομεῖς : Τρίτη, 27η Μαΐου 1941. Στίς 9 ἡ ὤρα τό πρωί ἄρχισε ὁ χειρότερος βομβαρδισμός πού γνωρίσαμε ἀπό τήν ἀρχή τοῦ πολέμου. Εἴμεθα ὅλες στήν ἐκκλησία, ἔτσι ὥστε ὁ,τιδήποτε κακό θά μποροῦσε νά συμβεῖ, θά μᾶς εὕρισκε ἐκεῖ… Μετά τή 1 ἡ ὥρα τό ἀπόγευμα ἔγινε ἡ πιο ἔντονη ἐπίθεση. Τά ἀεροπλάνα κατέβηκαν λίγα μέτρα πάνω άπό τά κτίρια…» Περίπου 50 βόμβες ἔπεσαν γύρω ἀπό τό Μοναστήρι καί δύο ἔπεσαν μέσα ἀπό τόν περίβολο προκαλώντας ζημιές σέ ἀρκετά κελιά. Ἡ ἐκκλησία ἔμεινε ἀνέπαφη. Οἱ Μοναχές συνέχιζαν νά προσεύχονται. Γονατιστές, διάβαζαν τά Εὐαγγέλια καί ὅταν αἰσθάνθηκαν ὅτι ὁ θάνατος ἦταν πολύ κοντά ἔψαλαν τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὥρες περνοῦσαν. Ἥρθε ἡ νύχτα καί οἱ Μοναχές παρέμεναν στήν ἐκκλησία. Ὁ βομβαρδισμός εἶχε σταματήσει.

Τήν ἐπόμενη ἡμέρα, ὅταν οἱ ἀδελφές ἔψαλαν, ὅπως συνήθως, τόν Παρα-κλητικό Κανόνα πρός τήν Παναγιά μας, ἀκούστηκαν δυνατά χτυπήματα στήν πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ. Πρίν προφτάσει κάποιος νά τήν ἀνοίξει, βαρειά ὀπλισ-μένοι Γερμανοί στρατιώτες παραβίασαν τήν πύλη καί κατέλαβαν ἐξ ἐφόδου τό Μοναστήρι. «Καταλάβαμε τότε ὅτι εἴμεθα αἰχμάλωτοι, ἀλλά εἰς ποιόν κατακτητή δέν γνωρίζαμε ἀκόμα. Σκεφθήκαμε ὅτι ἴσως συμβοῦν σ΄ ἑμᾶς τά ἴδια πράγματα πού συνέβησαν παλιά στίς ἀδελφές, ὅταν ἐσφάγησαν ἀπό τούς Τούρκους… Μᾶς ρώτησαν ἀν εἶναι κάποιος Ἄγγλος ἐδῶ. Μιλοῦσαν καλά τά Ἑλληνικά. Μᾶς διέταξαν νά μαγειρέψουμε γιά αὐτούς, νά πλύνουμε τά ρούχα τους, ἀλλά ἐμείς ἀρνηθήκαμε καί στεκόμεθα μακρυά τους. Ἐπίσης ἤθελαν νά ἐγκαταστήσουν ὁμάδα στρατιωτῶν μέσα στό Μοναστήρι». Ὁ ἐφημέριος τοῦ Μοναστηριοῦ πατήρ Γεννάδιος (ἦταν ἄρρωστος ἑκείνη τήν περίοδο) ὁ ὁποῖος μιλοῦσε γερμανικά, μίλησε ἀρκετά μαζί τους, ἔτσι μπόρεσε νά ἀλλάξει κάπως τή συμπεριφορά τους καί κυρίως τούς ἀπέτρεψε νά ἐγκαταστήσουν στρατιώτες μέσα στό Μοναστήρι.

Ἡ Ἱερά Μονή ἔμεινε κάτω ἀπό τόν Γερμανικό ἔλεγχο μέχρι τό τέλος τῆς κατοχῆς τό 1944. Στό τέλος τοῦ Ἰουλίου 1942, μέ ἐντολή τῆς Κράις Κομμανταπούρ, ἐπίταξε τό ἀνατολικό τμῆμα τοῦ Μοναστηριοῦ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς νοσοκομείο. Ὡστόσο, οἱ Μοναχές ἐργάζονταν γιά τό Γερμανικό στρατό, φτιάχνοντας σκοινιά ἀπό ἀθάναθο καί ράβοντας τά ρούχα τους. Ἐκείνες σάν ἀνταμοιβή ἔπαιρναν λίγα φασόλια καί πιό σπάνια, ψωμί ή ἀλεύρι. Τό Μοναστήρι βρισκόταν σέ μεγάλη φτώχεια τότε. Ὅμως οἱ μοναχές ἔπαιρναν κάποια οἰκονομική βοήθεια ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀγαθάγγελο καί ἀπό τήν ὑπηρεσία Πρόνοιας τῶν Χανίων.

Παρά τό Γερμανικό ἔλεγχο, οἱ Μοναχές κατόρθωναν νά βοηθοῦν μυστικά τό ἀντιστασιακό κίνημα. Ἡ Μοναχή Χριστοφόρα γράφει : «Οἱ Ἄγγλοι στρατιῶτες ἔρχονταν καί ζητοῦσαν βοήθεια. Ἡ θέση μας ἦταν πολύ λεπτή ἀλλά τό καθήκον μας ἦτο μεγαλύτερο. Οἱ Γερμανοί ἐπισκέπτονταν συχνά τό Μοναστήρι καί οἱ Ἄγγλοι ζητοῦσαν καταφύγιο, τροφή καί ρούχα Κρητῶν ἀγροτῶν γιά νά βγάλουν τήν ἀγγλική στρατιωτική στολή καί νά μήν ἀναγνωρίζονται ἀπό τούς Γερμανούς. Πολλοί Ἄγγλοι κρύβονταν στις σπηλιές καί συγκεντρώναμε μεταξύ μας τρόφιμα καί τούς τά πηγαίναμε. Σ΄ ὅλη τήν περίοδο τῆς Μάχης τῆς Κρήτης καί τῆς Γερμανι-κῆς κατοχῆς, αὐτή τήν εἰδική ἀποστολή ἔφεραν εἰς πέρας τρεῖς Μοναχές : ἡ Κων-σταντία Κρομμυδάκη, ἡ Θέκλα Πατεράκη καί ἡ Ἀγαθονίκη Καβράκη… Οἱ νεώτε-ρες Μοναχές δέν εἶχαν ἰδέα αὐτῆς τῆς δραστηριότητας, δέν γνώριζαν ὅτι Ἄγγλοι στρατιώτες ἐκρύβονταν στό Μοναστήρι μέχρι τή στιγμή πού ἐκείνοι ἔφευγαν ἀσφαλεῖς ἀπό αὐτό. Συνέβαινε συχνά νά ὑπάρχουν στό Μοναστήρι ταυτόχρονα Ἄγγλοι καί Γερμανοί χωρίς νά ἰδοῦν ἤ νά ἀναγνωρίσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο.

Μία ἄλλη ἀποστολή πού ἐπωμίστηκαν οἱ τρεῖς Μοναχές ἐκείνη τήν περίοδο, ἦταν νά φροντίζουν ὠρισμένους φυλακισμένους στή φυλακή τῆς Ἁγιάς. Ἡ Ἡγουμένη Μαγδαληνή εἶχε μάθει ὅτι ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Τοπλοῦ μαζί μέ ἄλλους Μοναχούς, εἶχαν φυλακισθεῖ ἐκεῖ γιά τήν ἀντιστασιακή τους δράση. Ἀπό τίς μικρές ποσότητες τροφίμων πού ἔπαιρναν μέ τό δελτίο, οἱ τρεῖς τους συγκέντ-ρωναν ὅ,τι μπορούσαν τήν ἐβομάδα, καί τίς Κυριακές πήγαιναν φαγητό στή φυλακή. Ἐπίσης ἕπαιρναν μαζί τους τά ρούχα τῶν φυλακισμένων, τά ἔπλεναν καί τά ἐπιδιόρθωναν. Αὐτό ἔγινε γιά λίγους μήνες, μέχρι πού μία ἡμέρα οἱ Μοναχές πηγαίνοντας στή φυλακή, ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἡγούμενος καί οἱ Μοναχοί πού ἦταν μαζί του, εἶχαν ἐκτελεσθεῖ τήν προηγούμενη ἡμέρα.

Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἀπέκτησε τήν ἐλευθερία της, οἱ Μοναχές γνωστοποίησαν στίς Βρετανικές ἀρχές τή βοήθεια πού προσέφεραν στούς Ἄγγλους στρατιώτες κατά τή διάρκεια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς.

Ἐκείνοι τούς πρόσφεραν χρηματική ἀμοιβή πού οἱ Μοναχές ἀρνήθηκαν νά δεχθοῦν. Ἀντ'αὐτῆς ζήτησαν νά τοῦς δοθεῖ μία γραπτή δήλωση ἀναγνώρισης τῆς βοήθειας πού ἔδωσαν.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἀνήκει στήν Ἱερά Μη-τρόπολη (Ἐπισκοπή) Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου πού ἔχει ἔδρα τήν πόλη τῶν Χανίων. Διοικεῖται ἀπό τριμελές συμβούλιο ἀποτελούμενο ἀπό τήν ἑκάστοτε Ἡγουμένη καί δύο Μοναχές. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἴδρυσής του μέχρι σήμερα τό Μοναστήρι λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τό ἰδιόρρυθμο σύστημα κατά τό ὁποῖο κάθε Μοναχή ἔχει τό δικό της κελί, τά οἰκονομικά της καί τό ἡμερήσιο πρόγραμμα ἀπασχόλησής της. Μόνο τά διακονήματα στήν Ἑκκλησία γίνονται ἀπό κοινοῦ. Ὑπάρχει ἡ προοπτική στό μέλλον νά ἀλλάξει σέ κοινοβιακό σύστημα ὅπου ὅλα τά μέλη τῆς Μοναστικῆς Κοινότητας μοιράζονται σέ μία κοινή διαβίωση, τά οἰκονο-μικά, τό φαγητό καί τήν ἐργασία. Σήμερα στό Μοναστήρι διαβιοῦν 9 Μοναχές.

Ἡ περιοχή πού ὑπάρχει μέσα ἀπό τό τείχος πού περιβάλλει τό Μοναστήρι ἔχει στό μέσον της τεράστιας αὐλῆς τήν κύρια ἐκκλησία. Τά κελιά καί οἱ χώροι ὑποδοχῆς εἶναι κτισμένα σέ δύο μακριές, παράλληλες σειρές βόρηα καί νότια τῆς αὐλῆς, δύο δε μικρότερες σειρές τήν κλείνουν ἀνατολικά καί δυτικά. Στήν αὐλή τά κελιά ἔχουν παρτέρια μέ λουλούδια, ἄλλα πολύ μεγάλα, μέ φοινικόδενδρα, πεύκα καί κυπαρίσσια, ἄλλα μικρότερα, μέ τριανταφυλλιές, βουκαμβίλιες, αἰγοκλήματα καί μία ἀφθονία ἀπό ἄλλα λουλούδια. Τεράστιες ροδοδάφνες προσφέρουν.
ἄφθονους καταρράκτες ἀπό ρόζ ἄνθη πού διαπερνοῦν στόν ἀέρα τό λεπτό τους ἄρωμα. Ὅλα αὐτά δίνουν μια ὅψη παραδεισένια στήν αὐλή, καί στίς καφτές καλοκαιρινές μέρες, οἱ προσκυνητές βρίσκουν ἐκεῖ ἀνακούφιση στή δροσιά καί στή σκιά, ἐνῶ ταυτόχρονα εἰσχωρεῖ μέσα τους ἡ εἰρήνη καί ἡ σιωπή πού τούς χρειάζονται γιά νά προσευχηθοῦν στήν ἐκκλησία.

Τό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καταλαμβάνει τό κέντρο τῆς αὐλῆς καί ἀποτελεῖται ἀπό δύο κλίτη, τό ἕνα εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ἁγ. Ἰωάννη τόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή (ἑορτάζει στίς 29 Αὐγούστου), τό δεύτερο στόν Μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο (ἑορτάζει στίς 23 Ἀπριλίου). Τό ὡραιότατο ξυλόγλυπτο εἰκονοστάσι εἶναι ἔργο τοῦ ντόπιου καλλιτέχνη Ἀργύρη Καβρουλάκη ἀπό τά Χανιά, ἑνός ἀπό τούς γνήσιους συνεχιστές τῆς ὁνομαστῆς Κρητικῆς Σχολῆς τῆς ἑκκλησιαστικῆς ξυλογλυπτικῆς. Κατασκευάστηκε τό 1966. Οἱ εἰκόνες εἶναι σύγχρονες καί ἁγιογραφήθηκαν ἀπό Μοναχές τοῦ Μοναστηριοῦ.

Εκτός από το Καθολικό υπάρχουν στην Μονη και δύο Παρεκκλήσια - τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης και τής Παναγίας τής Πορταΐτισσας.

Στά τέλη τοῦ 1970 ἡ Ἱερά Μονή συμφώνησε νά μεταβιβάσει στήν Πολιτεία μία τεράστια ἔκταση γῆς, περίπου 300 στρεμμάτων στήν περιοχή Προφήτη Ἠλία, γιά νά κτισθοῦν ἐκεῖ ἡ Πολυτεχνική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης καί τό Πολυκλαδικό Λύκειο Χανίων. Μέ τή βοήθεια τῆς ἀποζημίωσης ἀπό τήν Πολιτεία καί τήν εὐλογία τοῦ πρώην Ἐπισκόπου Εἰρηναίου (νῆν Αρχιεπισκόπου Κρῆτης) τό 1980 πραγματοποιήθηκε μία γενική ἀνακαίνιση τῶν κυριώτερων κτισμάτων

(Αρχονταρικι, Τραπεζαρία, Μουσείο κτλ.) τοῦ Μοναστηριοῦ πού σέ πολλά ἦταν ἀναστήλωση ἤ ἀποκατάσταση παλαιῶν ἀρχιτεκτονικῶν στοιχεῖων, μέ τήν ἐπιστημονική καί τεχνική καθοδήγηση καί συνεργασία τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας τῶν Χανίων.

Τό Μοναστήρι διατηρεῖ ἐπίσης βιβλιοθήκη μέ μία συλλογή, πάνω ἀπό 2500 τίτλους, πού ἀποτελοῦνται κυρίως ἀπό Πατερική καί Μοναστική βιβλιογραφία, θεολογικά καί ἰστορικά βιβλία, καθώς καί ἑκκλησιαστικά περιοδικά. Ὑπάρχει και ἐκθετήριο, ὅπου ὁ ἐπισκἐπτης βρίσκει διάφορα εἶδη παραδοσιακῶν κρητικῶν χειροποίητων ὑφαντῶν, Βυζαντινῶν εἰκόνων, θυμίαμα, κομποσκοίνια, σταυροί κτλ. Τό ἐκθετήριο περιλαμβάνει μία Γωνία Βιβλίου, μέ ἑλληνικῶν καί ξενόγλωσ-σων βιβλίων γιά τόν μοναχισμό, τήν πνευματική ζωή καί τήν ὀρθοδοξία γενικό-τερα καί μία σειρά ἀπό βιβλία πού ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπό τό ἵδιο τό Μοναστήρι (στά Γερμανικά καί Γαλλικά).

vypočítá než si ji ​​koupili, a to nejen proto, že je psaný na obalu viagra 25mg zapamatovat vzít v podobě, v níž se umístěný. Nic s tabletovací ne.

Print