Η παλιά πόλη των χανίων
Άρθρο για την παλιά πόλη και την ιστορία
Η πόλη των Χανίων κατοικείται από την προϊστορική περίοδο (3000-2800 π.Χ.). Ο αρχικός οικισμός ήταν πάνω στο λόφο Καστέλι, που δεσπόζει πάνω από το Ενετικό Λιμάνι των σημερινών Χανίων. Σήμερα, μπορούμε να δούμε απομεινάρια της μινωικής πόλης, της αρχαίας Κυδωνίας, στην ελληνοσουηδική ανασκαφή, που υπάρχει σε διάφορα οικόπεδα στο λόφο. Εκεί βρέθηκαν ανάμεσα σε πλήθος άλλων ευρημάτων, πινακίδες της Γραμμικής Α αλλά και της Β γραφής, η οποία είναι η πρώτη ελληνική γραφή. Οι πινακίδες αυτές φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων. Κατά τη μυθολογία ιδρυτής της Κυδωνίας ήταν ο Κύδων, γιος του Μίνωα και της νύμφης Ακακκαλίδος.
Η σημερινή ονομασία, Χανιά, από κάποιους αποδίδεται στους Σαρακηνούς ’ραβες, οι οποίοι κατέλαβαν την Κρήτη το 823. Στον ευρύτερο χώρο της Κυδωνίας υπήρχε η «Αλχανία κώμη» από το όνομα του θεού Ήφαιστου (Vulcanus). Το εύκολο στην προφορά αυτό όνομα διατήρησαν οι ’ραβες, συγχέοντάς το με το δικό τους Al Hanim (=το Χάνι).
Από το 961 έχουμε τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο με την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά. Πιθανότατα σε αυτήν την περίοδο χτίζεται το βυζαντινό τείχος, με οικοδομικό υλικό από την αρχαία Κυδωνία. Μπορεί άλλωστε κανείς ακόμη και σήμερα, ανάμεσα στις πέτρες του τείχους, να διακρίνει τμήματα (σπόνδυλους) αρχαίων κιόνων. Είναι σήμερα ορατό στο Λιμάνι, πίσω από το Γιαλί Τζαμί και στην οδό Σήφακα. Η δυτική πύλη ήταν προς την πλατεία του Σαντριβανιού, η ωραιότατη Πόρτο Κολόμπο που κατεδαφίστηκε το 1918. Η ανατολική ήταν στη διασταύρωση των οδών Κανεβάρο και Δασκαλογιάννη. Δυο μικρότερες πύλες ήταν στη συμβολή των οδών Κατρέ και Καραολή Δημητρίου και στην οδό Αφεντούλιεφ, στα σκαλάκια, πίσω από το μεγάλο Αρσενάλι. Το τείχος αυτό επισκευάστηκε από τους Βενετούς το 13ο αιώνα.
Η Κρήτη περιέρχεται στη βενετσιάνικη κατοχή μετά την Δ Σταυροφορία. Στη μοιρασιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κρήτη δόθηκε στο Βονιφάτιο, μαρκήσιο του Μομφερά, που την πούλησε στους Βενετούς για 1000 ασημένια μάρκα. Την καταλαμβάνουν όμως οι Γενουάτες, οι οποίοι διώχνονται με πόλεμο το 1211 από τους Βενετούς. Μετά από αλλεπάλληλες επαναστάσεις, το 1252, οι Βενετοί καταφέρνουν να επιβληθούν και διανέμεται η περιοχή σε αποίκους (φεουδάρχες) από τη Βενετία. Τα Χανιά ορίζονται έδρα του Ρέκτορα (=Νομάρχη) της περιοχής κι αποφασίζεται από τους Βενετούς να ανοικοδομηθεί η πόλη των Χανίων. Οι άποικοι (φεουδάρχες) εκτός από τα κτήματά τους έχουν και μια οικία στα Χανιά, το Ρέθυμνο ή το Χάνδακα. Οι Βενετοί επισκευάζουν το παλιό βυζαντινό τείχος. Στην περίοδο αυτή χτίζονται σημαντικά μνημεία της πόλης, όπως ο ναός του Αγίου Νικολάου της Σπλάντζιας που ανήκε στους Δομηνικανούς μοναχούς. Χτίστηκε το 1320 από την αδελφότητα της Κάντια. Η μονή είχε υψηλό κωδωνοστάσιο και διπλή στοά στη βόρεια πλευρά. Ο ναός είναι τύπου βασιλικής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο ναός αυτός μετατράπηκε σε τζαμί, το κεντρικό τζαμί της πόλης, το Χιουνγκάρ Τζαμισί (το τζαμί του Ηγεμόνα), όπου φυλασσόταν το Ξίφος του Δερβίση, που πρώτος εισήλθε στο ναό. Τότε προστέθηκε ο μιναρές, που φέτος ολοκληρώθηκε η αναστήλωσή του. Από το 1918 λειτουργεί ως ορθόδοξος ναός.
’λλος σημαντικός ορθόδοξος ναός αυτής της περιόδου είναι των Αγίων Αναργύρων, με σπουδαίες αγιογραφίες της κρητικής σχολής ζωγραφικής, την Κοίμηση και τη Δευτέρα Παρουσία, του ιερομόναχου Αμβρόσιου Έμπορου, του 1625. Ακριβώς απέναντι, σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση το παλιό Δεσποτικό, καθώς ο ναός αυτός λειτουργούσε ως μητρόπολη των ορθοδόξων στα ενετικά χρόνια. Σε αυτά τα χρόνια δημιουργείται και ο ναός της Θεοτόκου, ο σημερινός καθεδρικός ναός των Εισοδίων (Τριμάρτυρη). Στην τουρκοκρατία μετατράπηκε σε σαπωνοποιείο, που ανήκε στο Μουσταφά Πασά Γκιριτλή (Κρητικό). Ο Μουσταφά Πασάς δώρισε το ναό στην χριστιανική κοινότητα και επαναλειτούργησε το 1860, με τις μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Χάτι Χουμαγιούν, που απαγόρευε το δουλεμπόριο, και έδινε δικαιώματα στις μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τριμάρτυρη είναι τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, που καλύπτεται από οξυκόρυφη καμάρα, ενώ συνδέεται με την αρχιτεκτονική παράδοση της ενετοκρατίας. Από τους καθολικούς ναούς σήμερα σώζεται ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου, που αποτελούσε τμήμα της Μονής του Αγίου Φραγκίσκου των Φραγκισκανών, που βρίσκεται στη σημερινή οδό Χάληδων και στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί (Γιουσούφ Πασά Τζαμισί). Σε καλή κατάσταση σώζεται στη Σπλάντζια και ο ναός του Αγίου Ρόκκου, ο οποίος προστάτευε από την πανώλη. Χρησιμοποιήθηκε σαν στρατιωτικό φυλάκιο από τους Τούρκους και σταθμός χωροφυλακής από την εποχή της Κρητικής Πολιτείας. (Σήμερα, τον διεκδικεί ο Δήμος για να λειτουργήσει εκεί ΚΑΠΗ!). Στα χρόνια αυτά λειτουργούν επίσης δύο εβραϊκοί ναοί (συναγωγές), στο κέντρο της εβραϊκής συνοικίας (οδός Κονδυλάκη), η Μπεθ Σαλόμ των Σεφαραδιτών (Ισπανοεβραίων), και η Ετς Χαγίμ, των Ρωμανιωτών (Ελληνοεβραίων). Σήμερα, αναστηλώθηκε η δεύτερη, ενώ η πρώτη έχει καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς του 1941.
Αλλά από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία της πόλης είναι το Λιμάνι και ο Φάρος, των οποίων η πρώτη κατασκευή ξεκίνησε μεταξύ 1320 και 1356. Στην περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840), γίνονται μεγάλα δημόσια έργα και ανακατασκευάζεται ο Φάρος, που κινδύνευε με κατάρρευση, και τότε παίρνει το σημερινό του σχήμα, θυμίζοντας μιναρέ. Πλησιάζοντας κανείς στο Φάρο μπορεί να διακρίνει και τη μουσουλμανική διακόσμηση. Δημιουργούνται ακόμη 17 Νεώρια από το 1526 έως το 1599, για την απόσυρση επισκευή και προστασία των πλοίων του βενετικού στόλου το χειμώνα. Το 1607 αρχίζει κατασκευή ακόμη πέντε, που μόνο τα δύο τέλειωσαν. Μεγάλες καταστροφές υπέστησαν, όπως και όλη η Παλιά Πόλη, από τους βομβαρδισμούς των Ναζί το 1941. Έτσι. σήμερα σώζονται μόλις δέκα Νεώρια, ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται για εκθέσεις, συναυλίες, θεατρικές και άλλες εκδηλώσεις. Παραχωρήθηκαν μόλις πριν λίγα χρόνια στο Δήμο, αφού όμως χάθηκε στη δεκαετία του 80 μια μεγάλη ευκαιρία να αναστηλωθούν με χρηματοδότηση της UNESCO. Σήμερα, εκκρεμεί ακόμη η αναστήλωσή τους. Από τα Νεώρια ξεχωρίζει το μεγάλο Αρσενάλι, έδρα της ναυαρχίδας του βενετικού στόλου, που αργότερα λειτούργησε και ως Δημαρχείο, ενώ προστέθηκε και ένας όροφος όπου λειτούργησε το πρώτο σχολείο της χριστιανικής κοινότητας. Η στέγη του καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς του 1941. Σήμερα, έχουν ξεκινήσει εργασίες αναστήλωσής του, για να λειτουργήσει εκεί το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου.
Στην ενετοκρατία δημιουργούνται και νέα Τείχη, από το 1538, με σκληρή εργασία των ντόπιων χωρικών. Το τείχος περιβάλλεται και από Τάφρο, και μεγάλο μέρος του σώζεται και σήμερα στο ανατολικό και δυτικό τμήμα της Παλιάς Πόλης. Η κύρια πύλη του κάστρου, που ήταν στην οδό Μουσούρων (στο μέσο) δεν υπάρχει πλέον, ενώ μεγάλο μέρος του τείχους κατεδαφίστηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Με οικοδομικό υλικό μάλιστα και από το τείχος, πάνω στον προμαχώνα Piatta Forma, χτίστηκε και η Δημοτική Αγορά, που φτιάχτηκε το 1913, σαν δώρο του πρωθυπουργού Βενιζέλου για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στη δυτική πλευρά του τείχους βρίσκεται το φρούριο, ο Φιρκάς, που έχει διατηρήσει την τουρκική ονομασία. Σήμερα στεγάζει το Ναυτικό Μουσείο και υπηρεσίες της Αρχαιολογίας, ενώ μέχρι και πρόσφατα (και στον Εμφύλιο) αποτελούσε τόπο φυλάκισης πολιτικών κρατουμένων σε άθλιες συνθήκες. Τμήματα της Τάφρου σώζονται στο ανατολικό και δυτικό τμήμα, ενώ στην Ανατολική Τάφρο λειτουργεί και ανοιχτός χώρος εκδηλώσεων. Στο ανατολικό τμήμα δεσπόζει και ο προμαχώνας Sabionera, η Πύλη της ’μμου, που ονομάζεται έτσι γιατί στο σημείο εκείνο ήταν μια από τις πύλες του κάστρου, η οποία έβγαζε στην αμμουδιά που ήταν παλιότερα το Κουμκαπί. Η περιοχή αυτή ήταν και η μόνη που κατοικήθηκε έξω από τα τείχη στην περίοδο της τουρκοκρατίας από μουσουλμάνους της Β. Αφρικής (Χαλικούτηδες).
Στην τουρκική κυριαρχία τα Χανιά περνάνε το 1645 και ολόκληρη η Κρήτη από το 1669. Οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τζαμιά. Σήμερα σώζεται (χωρίς το μιναρέ που κατεδαφίστηκε) το Κιουτσούκ Χασάν Πασά Τζαμισί (το Τζαμί του μικρού Χασάν Πασά) ή Γιαλί Τζαμί, στο Λιμάνι, το οποίο δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια μικρού μονόχωρου ναού. Αναστηλώθηκε πρόσφατα και χρησιμοποιείται ως χώρος εκθέσεων. Εκτός από τη Σπλάντζια, διασώζεται άλλος ένας μιναρές στην οδό Χατζημιχάλη Νταλιάνη, ενώ στο χώρο του τζαμιού λειτουργεί σήμερα βιοτεχνία. Εκεί βρισκόταν το Αγά Τζαμισί, αφιερωμένο στον Αγά των Γιαννιτσάρων. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας σώζονται ακόμη χαμάμ (στην οδό Κατρέ) και μουσουλμανικές κρήνες, όπως στη γωνία της οδού Χάληδων, στο Σαντριβάνι, στο βενετσιάνικο μέγαρο που λειτούργησε ως Ναυαρχείο, αργότερα ως νοσοκομείο και, επί Κρητικής Πολιτείας, ως Δημαρχείο. Δεν σώζεται το μουσουλμανικό περίπτερο αραβικού ρυθμού που υπήρχε στην πλατεία της Σπλάντζιας. Υπάρχει ακόμη ο Πλάτανος, όπου το 1821 κρεμάσανε τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη, που ήταν από τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη, και τον δάσκαλο διάκονο Καλλίνικο που καταγόταν από τη Βέροια.
Στην τουρκοκρατία, την εποχή της Αυτονομίας (Κρητικής Πολιτείας) κι έπειτα, η πόλη αναπτύσσεται έξω από τα τείχη, προς τον κάμπο και προς το Ακρωτήρι, όπου ενσωματώνει το χωριό Χαλέπα, που αποτελεί πλέον συνοικία των Χανίων. Στα χρόνια αυτά έξω από τα τείχη της Παλιάς Πόλης χτίζονται τα Δικαστήρια (Νομαρχία),δημιουργείται ο Κήπος και πολλά ωραιότατα νεοκλασικά, προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων ή σπίτια επιφανών Χανιωτών όπως ο Βενιζέλος. Κάποια από αυτά σώζονται ακόμη, ενώ πολλά αντικαταστάθηκαν από πολυκατοικίες και άλλα νεώτερα οικοδομήματα.
vypočtená než si ji koupilo, a to nejen proto, že je psaný na obalu viagra 25mg zapamatovat vzít v podobě, v níž se nachází. Nic s tabletem ne.
Η αρχαία Κυδωνία, που με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, ξέρουμε ότι εκτεινόταν κυρίως στο Καστέλι, με νεκροταφεία όλων των περιόδων στην περιοχή των Δικαστηρίων, του στρατοπέδου Μαρκοπούλου, του ’γιου Λουκά, των Παχιανών, τα οποία συνήθως ήταν έξω από τα όρια της πόλης. Η Κυδωνία ήταν από τις σημαντικές πόλεις της Κρήτης στην αρχαιότητα και γνώρισε μεγάλη ακμή ακόμη και μετά την κατάκτησή της Κρήτης από τους Ρωμαίους (69 π.Χ.). Λίγα είναι γνωστά για την περίοδο των χριστιανικών χρόνων και την πρώτη βυζαντινή περίοδο.Η σημερινή ονομασία, Χανιά, από κάποιους αποδίδεται στους Σαρακηνούς ’ραβες, οι οποίοι κατέλαβαν την Κρήτη το 823. Στον ευρύτερο χώρο της Κυδωνίας υπήρχε η «Αλχανία κώμη» από το όνομα του θεού Ήφαιστου (Vulcanus). Το εύκολο στην προφορά αυτό όνομα διατήρησαν οι ’ραβες, συγχέοντάς το με το δικό τους Al Hanim (=το Χάνι).
Από το 961 έχουμε τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο με την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά. Πιθανότατα σε αυτήν την περίοδο χτίζεται το βυζαντινό τείχος, με οικοδομικό υλικό από την αρχαία Κυδωνία. Μπορεί άλλωστε κανείς ακόμη και σήμερα, ανάμεσα στις πέτρες του τείχους, να διακρίνει τμήματα (σπόνδυλους) αρχαίων κιόνων. Είναι σήμερα ορατό στο Λιμάνι, πίσω από το Γιαλί Τζαμί και στην οδό Σήφακα. Η δυτική πύλη ήταν προς την πλατεία του Σαντριβανιού, η ωραιότατη Πόρτο Κολόμπο που κατεδαφίστηκε το 1918. Η ανατολική ήταν στη διασταύρωση των οδών Κανεβάρο και Δασκαλογιάννη. Δυο μικρότερες πύλες ήταν στη συμβολή των οδών Κατρέ και Καραολή Δημητρίου και στην οδό Αφεντούλιεφ, στα σκαλάκια, πίσω από το μεγάλο Αρσενάλι. Το τείχος αυτό επισκευάστηκε από τους Βενετούς το 13ο αιώνα.
Η Κρήτη περιέρχεται στη βενετσιάνικη κατοχή μετά την Δ Σταυροφορία. Στη μοιρασιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κρήτη δόθηκε στο Βονιφάτιο, μαρκήσιο του Μομφερά, που την πούλησε στους Βενετούς για 1000 ασημένια μάρκα. Την καταλαμβάνουν όμως οι Γενουάτες, οι οποίοι διώχνονται με πόλεμο το 1211 από τους Βενετούς. Μετά από αλλεπάλληλες επαναστάσεις, το 1252, οι Βενετοί καταφέρνουν να επιβληθούν και διανέμεται η περιοχή σε αποίκους (φεουδάρχες) από τη Βενετία. Τα Χανιά ορίζονται έδρα του Ρέκτορα (=Νομάρχη) της περιοχής κι αποφασίζεται από τους Βενετούς να ανοικοδομηθεί η πόλη των Χανίων. Οι άποικοι (φεουδάρχες) εκτός από τα κτήματά τους έχουν και μια οικία στα Χανιά, το Ρέθυμνο ή το Χάνδακα. Οι Βενετοί επισκευάζουν το παλιό βυζαντινό τείχος. Στην περίοδο αυτή χτίζονται σημαντικά μνημεία της πόλης, όπως ο ναός του Αγίου Νικολάου της Σπλάντζιας που ανήκε στους Δομηνικανούς μοναχούς. Χτίστηκε το 1320 από την αδελφότητα της Κάντια. Η μονή είχε υψηλό κωδωνοστάσιο και διπλή στοά στη βόρεια πλευρά. Ο ναός είναι τύπου βασιλικής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο ναός αυτός μετατράπηκε σε τζαμί, το κεντρικό τζαμί της πόλης, το Χιουνγκάρ Τζαμισί (το τζαμί του Ηγεμόνα), όπου φυλασσόταν το Ξίφος του Δερβίση, που πρώτος εισήλθε στο ναό. Τότε προστέθηκε ο μιναρές, που φέτος ολοκληρώθηκε η αναστήλωσή του. Από το 1918 λειτουργεί ως ορθόδοξος ναός.
’λλος σημαντικός ορθόδοξος ναός αυτής της περιόδου είναι των Αγίων Αναργύρων, με σπουδαίες αγιογραφίες της κρητικής σχολής ζωγραφικής, την Κοίμηση και τη Δευτέρα Παρουσία, του ιερομόναχου Αμβρόσιου Έμπορου, του 1625. Ακριβώς απέναντι, σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση το παλιό Δεσποτικό, καθώς ο ναός αυτός λειτουργούσε ως μητρόπολη των ορθοδόξων στα ενετικά χρόνια. Σε αυτά τα χρόνια δημιουργείται και ο ναός της Θεοτόκου, ο σημερινός καθεδρικός ναός των Εισοδίων (Τριμάρτυρη). Στην τουρκοκρατία μετατράπηκε σε σαπωνοποιείο, που ανήκε στο Μουσταφά Πασά Γκιριτλή (Κρητικό). Ο Μουσταφά Πασάς δώρισε το ναό στην χριστιανική κοινότητα και επαναλειτούργησε το 1860, με τις μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Χάτι Χουμαγιούν, που απαγόρευε το δουλεμπόριο, και έδινε δικαιώματα στις μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τριμάρτυρη είναι τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, που καλύπτεται από οξυκόρυφη καμάρα, ενώ συνδέεται με την αρχιτεκτονική παράδοση της ενετοκρατίας. Από τους καθολικούς ναούς σήμερα σώζεται ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου, που αποτελούσε τμήμα της Μονής του Αγίου Φραγκίσκου των Φραγκισκανών, που βρίσκεται στη σημερινή οδό Χάληδων και στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί (Γιουσούφ Πασά Τζαμισί). Σε καλή κατάσταση σώζεται στη Σπλάντζια και ο ναός του Αγίου Ρόκκου, ο οποίος προστάτευε από την πανώλη. Χρησιμοποιήθηκε σαν στρατιωτικό φυλάκιο από τους Τούρκους και σταθμός χωροφυλακής από την εποχή της Κρητικής Πολιτείας. (Σήμερα, τον διεκδικεί ο Δήμος για να λειτουργήσει εκεί ΚΑΠΗ!). Στα χρόνια αυτά λειτουργούν επίσης δύο εβραϊκοί ναοί (συναγωγές), στο κέντρο της εβραϊκής συνοικίας (οδός Κονδυλάκη), η Μπεθ Σαλόμ των Σεφαραδιτών (Ισπανοεβραίων), και η Ετς Χαγίμ, των Ρωμανιωτών (Ελληνοεβραίων). Σήμερα, αναστηλώθηκε η δεύτερη, ενώ η πρώτη έχει καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς του 1941.
Αλλά από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία της πόλης είναι το Λιμάνι και ο Φάρος, των οποίων η πρώτη κατασκευή ξεκίνησε μεταξύ 1320 και 1356. Στην περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840), γίνονται μεγάλα δημόσια έργα και ανακατασκευάζεται ο Φάρος, που κινδύνευε με κατάρρευση, και τότε παίρνει το σημερινό του σχήμα, θυμίζοντας μιναρέ. Πλησιάζοντας κανείς στο Φάρο μπορεί να διακρίνει και τη μουσουλμανική διακόσμηση. Δημιουργούνται ακόμη 17 Νεώρια από το 1526 έως το 1599, για την απόσυρση επισκευή και προστασία των πλοίων του βενετικού στόλου το χειμώνα. Το 1607 αρχίζει κατασκευή ακόμη πέντε, που μόνο τα δύο τέλειωσαν. Μεγάλες καταστροφές υπέστησαν, όπως και όλη η Παλιά Πόλη, από τους βομβαρδισμούς των Ναζί το 1941. Έτσι. σήμερα σώζονται μόλις δέκα Νεώρια, ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται για εκθέσεις, συναυλίες, θεατρικές και άλλες εκδηλώσεις. Παραχωρήθηκαν μόλις πριν λίγα χρόνια στο Δήμο, αφού όμως χάθηκε στη δεκαετία του 80 μια μεγάλη ευκαιρία να αναστηλωθούν με χρηματοδότηση της UNESCO. Σήμερα, εκκρεμεί ακόμη η αναστήλωσή τους. Από τα Νεώρια ξεχωρίζει το μεγάλο Αρσενάλι, έδρα της ναυαρχίδας του βενετικού στόλου, που αργότερα λειτούργησε και ως Δημαρχείο, ενώ προστέθηκε και ένας όροφος όπου λειτούργησε το πρώτο σχολείο της χριστιανικής κοινότητας. Η στέγη του καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς του 1941. Σήμερα, έχουν ξεκινήσει εργασίες αναστήλωσής του, για να λειτουργήσει εκεί το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου.
Στην ενετοκρατία δημιουργούνται και νέα Τείχη, από το 1538, με σκληρή εργασία των ντόπιων χωρικών. Το τείχος περιβάλλεται και από Τάφρο, και μεγάλο μέρος του σώζεται και σήμερα στο ανατολικό και δυτικό τμήμα της Παλιάς Πόλης. Η κύρια πύλη του κάστρου, που ήταν στην οδό Μουσούρων (στο μέσο) δεν υπάρχει πλέον, ενώ μεγάλο μέρος του τείχους κατεδαφίστηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Με οικοδομικό υλικό μάλιστα και από το τείχος, πάνω στον προμαχώνα Piatta Forma, χτίστηκε και η Δημοτική Αγορά, που φτιάχτηκε το 1913, σαν δώρο του πρωθυπουργού Βενιζέλου για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στη δυτική πλευρά του τείχους βρίσκεται το φρούριο, ο Φιρκάς, που έχει διατηρήσει την τουρκική ονομασία. Σήμερα στεγάζει το Ναυτικό Μουσείο και υπηρεσίες της Αρχαιολογίας, ενώ μέχρι και πρόσφατα (και στον Εμφύλιο) αποτελούσε τόπο φυλάκισης πολιτικών κρατουμένων σε άθλιες συνθήκες. Τμήματα της Τάφρου σώζονται στο ανατολικό και δυτικό τμήμα, ενώ στην Ανατολική Τάφρο λειτουργεί και ανοιχτός χώρος εκδηλώσεων. Στο ανατολικό τμήμα δεσπόζει και ο προμαχώνας Sabionera, η Πύλη της ’μμου, που ονομάζεται έτσι γιατί στο σημείο εκείνο ήταν μια από τις πύλες του κάστρου, η οποία έβγαζε στην αμμουδιά που ήταν παλιότερα το Κουμκαπί. Η περιοχή αυτή ήταν και η μόνη που κατοικήθηκε έξω από τα τείχη στην περίοδο της τουρκοκρατίας από μουσουλμάνους της Β. Αφρικής (Χαλικούτηδες).
Στην τουρκική κυριαρχία τα Χανιά περνάνε το 1645 και ολόκληρη η Κρήτη από το 1669. Οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τζαμιά. Σήμερα σώζεται (χωρίς το μιναρέ που κατεδαφίστηκε) το Κιουτσούκ Χασάν Πασά Τζαμισί (το Τζαμί του μικρού Χασάν Πασά) ή Γιαλί Τζαμί, στο Λιμάνι, το οποίο δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια μικρού μονόχωρου ναού. Αναστηλώθηκε πρόσφατα και χρησιμοποιείται ως χώρος εκθέσεων. Εκτός από τη Σπλάντζια, διασώζεται άλλος ένας μιναρές στην οδό Χατζημιχάλη Νταλιάνη, ενώ στο χώρο του τζαμιού λειτουργεί σήμερα βιοτεχνία. Εκεί βρισκόταν το Αγά Τζαμισί, αφιερωμένο στον Αγά των Γιαννιτσάρων. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας σώζονται ακόμη χαμάμ (στην οδό Κατρέ) και μουσουλμανικές κρήνες, όπως στη γωνία της οδού Χάληδων, στο Σαντριβάνι, στο βενετσιάνικο μέγαρο που λειτούργησε ως Ναυαρχείο, αργότερα ως νοσοκομείο και, επί Κρητικής Πολιτείας, ως Δημαρχείο. Δεν σώζεται το μουσουλμανικό περίπτερο αραβικού ρυθμού που υπήρχε στην πλατεία της Σπλάντζιας. Υπάρχει ακόμη ο Πλάτανος, όπου το 1821 κρεμάσανε τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη, που ήταν από τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη, και τον δάσκαλο διάκονο Καλλίνικο που καταγόταν από τη Βέροια.
Στην τουρκοκρατία, την εποχή της Αυτονομίας (Κρητικής Πολιτείας) κι έπειτα, η πόλη αναπτύσσεται έξω από τα τείχη, προς τον κάμπο και προς το Ακρωτήρι, όπου ενσωματώνει το χωριό Χαλέπα, που αποτελεί πλέον συνοικία των Χανίων. Στα χρόνια αυτά έξω από τα τείχη της Παλιάς Πόλης χτίζονται τα Δικαστήρια (Νομαρχία),δημιουργείται ο Κήπος και πολλά ωραιότατα νεοκλασικά, προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων ή σπίτια επιφανών Χανιωτών όπως ο Βενιζέλος. Κάποια από αυτά σώζονται ακόμη, ενώ πολλά αντικαταστάθηκαν από πολυκατοικίες και άλλα νεώτερα οικοδομήματα.